- ουδενες
- οὐδένεςpl. к οὐδείς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οὐδένες — οὐδείς not one masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOENEI Imp. — FOENEI Impp. apud Spartian in Pescennio Nigro, Amavit de Principibus; Augustum, Vespasianum, Titum reliquos foeneos vel venenatos vocans: sunt ὁι οὐδενὲς καὶ οὐτιδανοὶ; homines foenei, nullius pretii, nec pluris aestimandi, quam soeneae illae… … Hofmann J. Lexicon universale
εναποδείκνυμαι — ἐναποδείκνυμαι (Α) (το ενεργ. ἐναποδείκνυμι σπάνιο) 1. επιδεικνύω κάτι, εκδηλώνω ορισμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον («τούτοις τήν μεγίστην οικειότητα ἐναπεδείξαντο», Πολύβ.) 2. αναδεικνύομαι μεταξύ άλλων, διακρίνομαι («οὐδένες ἐόντες ἐν… … Dictionary of Greek
παραδείκνυμι — και παραδεικνύω Α 1. παραβάλλω, συγκρίνω («χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ», Πλάτ.) 2. δείχνω, υποδεικνύω («παραδεικνύναι τινὶ τὰ δέοντα», Σωσίπ.) 3. (για ζωγράφο) παριστάνω 4. παρουσιάζω, εκθέτω («παραδείκνυμι πότε καὶ … Dictionary of Greek